πανδύναμος

πανδύναμος
πανδύναμος
allpowerful
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πανδύναμος — ον, Α παντοδύναμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δύναμος (< δύναμις), πρβλ. μεγαλο δύναμος] …   Dictionary of Greek

  • πανδύναμον — πανδύναμος allpowerful masc/fem acc sg πανδύναμος allpowerful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανδυνάμου — πανδύναμος allpowerful masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανδυνάμῳ — πανδύναμος allpowerful masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”